- παροδεύσῃς
- παροδεύωpass byaor subj act 2nd sgπαροδεύωpass byaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παροδεύω — Α [οδεύω] 1. περνώ μπροστά από κάποιον ή κάτι, παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι («ὁδοιπόρε, μὴ παροδεύσης», Θεόκρ.) 2. για χρόνο, για νερό κ.ά.) τρέχω, κυλώ («διὰ τῶν καιρῶν ὁ χρόνος παροδεύει», Πορφ.) 3. (με αιτ.) περνώ διά μέσου ή κοντά σε κάτι,… … Dictionary of Greek